Σε… survivor mode κινείται το τελευταίο διάστημα το 80% της εγχώριας βιομηχανίας, που βρίσκεται αντιμέτωπη με μία πρωτοφανή καθίζηση της ζήτησης λόγω κορωνοϊού.
«Μεγάλες επιχειρήσεις αναστέλλουν τη λειτουργία τους, ενώ μικρές κινδυνεύουν με αφανισμό, αφού δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να στοκάρουν προϊόντα. Τα πράγματα είναι πολύ δύσκολα», τόνισε χαρακτηριστικά ο επικεφαλής της Mytilineos, κ. Ευάγγελος Μυτιληναίος, στο πλαίσιο συζήτησης, που διοργάνωσε ο «Κύκλος Ιδεών», με θέμα «Η πανδημία και οι αντοχές της ελληνικής οικονομίας. Η επόμενη ημέρα», μην αποκλείοντας πτώση του ΑΕΠ ακόμη και κατά 20% το προσεχές τρίμηνο. «Έχουμε μπει σε αχαρτογράφητα νερά. Δεν θυμάμαι η γενιά μου να έχει ζήσει κάτι τέτοιο.
Εμείς, που ασχολούμαστε με τα commodities, ξέρουμε από πάτο. Σίγουρα θα υπάρξει και άνοδος, την οποία, όμως, θα δουν όσοι καταφέρουν να επιβιώσουν έως τότε», πρόσθεσε, για να καταλήξει: «Η επόμενη ημέρα, ίσως, επιφυλάσσει κάποιες ευχάριστες εκπλήξεις. Είναι τόσο πολύ το χρήμα, που τυπώνεται παγκοσμίως, που κάποια στιγμή θα αρχίσει να φαίνεται στην οικονομία, προς όφελος του κράτους και των επιχειρήσεων».
Για συνθήκες παρόμοιες με αυτές, που επικράτησαν το 2001, μετά την επίθεση στους Δίδυμους Πύργους, έκανε λόγο από την πλευρά του, ο διευθύνων σύμβουλος της Eurobank, κ. Φωκίων Καραβίας.
«Η πανδημία βρίσκει την Ελλάδα σε μία περίεργη χρονική συγκυρία, αφού δεν προλάβαμε να επουλώσουμε τις πληγές, που άφησε η οικονομική κρίση στην παραγωγική διαδικασία. Την επόμενη ημέρα, πάντως, επιβάλλεται να μην χάσουμε στο δημοσιονομικό ό,τι κερδίσαμε στο υγειονομικό πεδίο», ανέφερε.
Ερωτηθείς για το πόσο εύκολο είναι τα «όπλα» της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) να περάσουν στις τράπεζες και κατ’ επέκταση στην πραγματική οικονομία, μέσω της παροχής ρευστότητας, ο ίδιος σημείωσε: «Η ΕΚΤ κινήθηκε ταχύτατα. Το περίφημο ‘whatever it takes’ του Μάριο Ντράγκι ειπώθηκε σε αυτή την περίπτωση μέσα σε τέσσερις ημέρες. Η ρευστότητα, που χρειάζεται η οικονομία υπάρχει.
Όσες επιχειρήσεις ήταν βιώσιμες, με βάση στοιχεία του 2019, θα χρηματοδοτηθούν, για να περάσουν τον ‘κάβο’. Οι εγγυήσεις, που θα δώσει το Δημόσιο, έτσι ώστε να διευκολύνει τον δανεισμό με καλύτερους όρους (μειώνοντας, δηλαδή, στο ελάχιστο τις εξασφαλίσεις), δεν θα καλύπτουν το 100% του δανείου. Τέλος, αναφορικά με τα επιτόκια, αυτά δεν μπορούν να είναι οριζόντια για όλες τις επιχειρήσεις, καθώς παίζουν ρόλο μία σειρά από παράγοντες, όπως ο ισολογισμός, οι ανταγωνιστικές συνθήκες κ. ο. κ.».
Την άποψη πως θα απαιτηθεί τουλάχιστον μία τριετία, προκειμένου ο τουρισμός να πιάσει τις αποδόσεις του 2019 εξέφρασε με την σειρά του, ο πρόεδρος του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΣΕΤΕ), κ. Γιάννης Ρέτσος.
«Ο τρόπος, που έχουμε ενεργήσει υπό αυτές τις συνθήκες, καθιστά την χώρα μας παράδειγμα καλής πρακτικής. Το brand μας ενισχύεται στο εξωτερικό και η κεφαλαιοποίησή του θα είναι πολύ σημαντική», ανέφερε χαρακτηριστικά, για να προσθέσει:
«Η Ελλάδα εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τον τουρισμό, η άμεση συνεισφορά του οποίου στο ΑΕΠ είναι περί τα 25 δισ. ευρώ. Υπάρχουν ολόκληρες περιφέρειες, όπως αυτή του Νοτίου Αιγαίου, το 97% του ΑΕΠ της οποίας είναι από τον επίμαχο κλάδο. Το 17% του συνολικού ανθρώπινου δυναμικού της χώρας απασχολείται σε αυτόν. Πρόκειται για περίπου 700.000 εργαζόμενους, το μέλλον των οποίων μας απασχολεί».
Όπως εκτιμά, για να επανεκκινήσει ο τουρισμός θα απαιτηθεί χρηματοδότηση περί το 1,5 με δύο δισ. ευρώ, ενώ οι αγορές, στις οποίες πρέπει να στραφεί η Ελλάδα, για να διεκδικήσει μέρος των εσόδων, που χάνει σήμερα ελέω πανδημίας, είναι αυτές του Ισραήλ, της Κύπρου και των Βαλκανίων.
«Το κομμάτι των μεταφορών (αεροπορικές εταιρείες και tour operators, που διακινούν επιβάτες) θα στηριχτεί παγκοσμίως από τις κυβερνήσεις. Εμείς εξαρτόμαστε κατά 90% από τον εισερχόμενο τουρισμό. Από τα 33 εκατομμύρια των επισκεπτών πέρυσι, ωστόσο, γύρω στα 11 εκατομμύρια ήρθαν οδικώς», κατέληξε.