Οι αυτοδιοικητικές εκλογές είναι το τελευταίο ζήτημα για το οποίο θα μπορούσε να κατηγορήσει κανείς την Κυβέρνηση για υπεραισιοδοξία: η καθιέρωση της απλής αναλογικής μόλις λίγους μήνες πριν τις εκλογές θύμιζε την πορεία οπισθοχώρησης ενός ηττημένου στρατεύματος που καίει τα πάντα στο διάβα του για να μη χρησιμεύσουν στους προελαύνοντες αντιπάλους.
Ακόμα όμως κι έτσι, υπάρχει μια λεπτή διαφορά ανάμεσα στην ελάφρυνση της ήττας μέσω της ναρκοθέτησης της πορείας του μελλοντικού νικητή και στην πανωλεθρία. Στη δεύτερη περίπτωση λίγα πράγματα μπορούν να χρησιμεύσουν, όπως ας πούμε μια βιαστική, άρον άρον διαφυγή.
Το σκηνικό που μοιάζει να διαμορφώνεται στους δήμους και τις περιφέρειες της χώρας για την Κυβέρνηση τείνει μάλλον προς τη δεύτερη περίπτωση. Στο δήμο της Αθήνας, ο κυβερνητικός υποψήφιος κινείται μεταξύ της τρίτης και της πέμπτης θέσης. Η επίσημη δικαιολογία πως ο κ. Ηλιόπουλος δεν έχει υψηλή αναγνωρισιμότητα μπορεί μεν να στηρίζεται στο γεγονός πως πράγματι μοιάζει εκπληκτικά με τον «μέσο συριζαίο», αποτελεί όμως κατά βάση επιβεβαίωση του γεγονότος πως η προσωπική αναγνωρισιμότητα χρειάζεται σε έναν κυβερνητικό υποψήφιο, γιατί η κομματική ταυτότητα και στήριξή του είναι από άχρηστη έως επιβλαβής: όσο συμπαθής και αν είναι κανείς, το να στηρίζεται από μια εν αποδρομή κυβέρνηση και έναν μηχανισμό διαχείρισης εξουσίας που πνέει τα λοίσθια λίγο φαίνεται να βοηθά. Το αυτό ισχύει και για τον ευρισκόμενο σε δημοσκοπική αφάνεια κυβερνητικό υποψήφιο στον Πειραιά, Καθηγητή Μπελαβίλα.
Η περιφέρεια Αττικής είναι άλλο ένα παράδειγμα: εκεί, παρότι η κ. Δούρου φαίνεται να κρατά τη δεύτερη θέση, αφενός μεν δεν έχει καμία ελπίδα να επανεκλεγεί έναντι τόσο του κ. Πατούλη όσο και του κ. Σγουρού, αφετέρου είναι μοιραίο πως στο επίκεντρο της κριτικής των ανθυποψηφίων της θα βρεθούν τα πεπραγμένα της και ιδίως η αμελής εκ μέρους της διαχείριση των τραγικών περιστατικών σε Μάνδρα και Μάτι. Ανεξαρτήτως του αντικτύπου που θα έχει η αναφορά της αμελούς εκτέλεσης των καθηκόντων της για την κ. Δούρου προσωπικά, η Κυβέρνηση κάθε άλλο παρά θέλει να ξαναβρεθούν τα δύο τραγικά αυτά ζητήματα στο επίκεντρο του πολιτικού διαλόγου. Η επιχείρηση συγκάλυψης των ευθυνών της πήγε πολύ καλά και κάθε επαναφορά του ζητήματος στην επικαιρότητα θα μπορούσε να αποβεί καταστροφική για την επίπλαστη εικόνα της.
Τα πράγματα είναι εξίσου άσχημα αν στρέψουμε το βλέμμα μας στην κατά τη συμφωνία των Πρεσπών «βόρεια περιοχή του πρώτου μέρους». Η Βόρεια Ελλάδα είναι έτοιμη να αντιδράσει εκλογικά απέναντι σε μια Κυβέρνηση που της κουνάει το δάχτυλο, με έναν πρωτοφανή ελιτισμό που υποδεικνύει στους πολίτες τι είναι και τι δεν είναι σημαντικό και σωστό για τον τόπο τους. Η δήλωση του κ. Βούγια, του κεντροαριστερού υποψηφίου στη Θεσσαλονίκη, πριν λίγες μέρες στο EveningReportπως δε θα ψήφιζε τη συμφωνία των Πρεσπών αν ήταν βουλευτής καθώς και τα χαρακτηριστικά της υποψηφιότητας του κ. Ταχιάου εξαερώνουν σε αυτοδιοικητικό επίπεδο το αφήγημα της Κυβέρνησης πως τάχα όσοι αντιτίθενται στη συμφωνία είναι ακροδεξιοί και πατριδοκάπηλοι. Αποτέλεσμα: η κ. Νοτοπούλου, παρά τις γενναίες επιχορηγήσεις σε συλλόγους φίλων του κυβερνητικού έργου κατρακυλά προς την τρίτη θέση, ίσως και ακόμα πιο κάτω.
Στο παρελθόν, έχουμε συνηθίσει να ακούμε από αγχωμένες κυβερνήσεις πως οι αυτοδιοικητικές εκλογές δεν αντικατοπτρίζουν το πολιτικό κλίμα σε εθνικό επίπεδο. Ας πούμε ότι δε διαφωνούμε με αυτή τη διαπίστωση και βρίσκουμε χαριτωμένη τη σκέψη πως στις δημοτικές και περιφερειακές εκλογές «νικά η τοπική αυτοδιοίκηση». Υπάρχουν όμως και όρια σε αυτή τη συλλογιστική. Το ενδεχόμενο σε κανέναν από τους τρεις μεγάλους δήμους και στην πλειονότητα των περιοχών της Βόρειας Ελλάδας η Κυβέρνηση να μην κατορθώσει να περάσει στο δεύτερο γύρο κινδυνεύει να την καταστήσει «εκτός θέματος» στην αυτοδιοίκηση αλλά και εκτός του νυμφώνα των μετεκλογικών συνεργασιών, το σκηνικό των οποίων η ίδια εξύφανε. Σαν να μην έφτανε αυτό, μια πανωλεθρία στις αυτοδιοικητικές εκλογές, συνδυαζόμενη με ήττα στις ευρωεκλογές, δημιουργεί σκηνικό μιας εν αποδρομή Κυβέρνησης που θα καταρρεύσει εκλογικά τον Οκτώβριο. Φαντάζομαι πως τα γνωρίζουν όλα αυτά στο κυβερνητικό στρατόπεδο ή τουλάχιστον στον μικρό βραχίονά του που δεν ασχολείται με διορισμούς αλλά με την εκλογική στρατηγική. Για αυτό, αν δεν αλλάξει κάτι δραματικά, οι αυτοδιοικητικές εκλογές δύσκολα θα αποτελέσουν μόνο ένα σταυροδρόμι στο δρόμο προς τις εθνικές κάλπες. Ίσως να σταθούν η αφορμή για την ολοκλήρωση αυτής της μακράς, τετραετούς διαδρομής.
Ο Παναγιώτης Δουδωνής είναι Λέκτορας, Υπ. Διδάκτορας Νομικής Πανεπιστημίου της Οξφόρδης