ESM: Τα λάθη που έγιναν στα ελληνικά προγράμματα διάσωσης

37 mins read

Την ετήσια έκθεση του ESM και μία ειδική έκθεση η οποία αξιολογεί τα προγράμματα στήριξης της Ελλάδας και λίγο μετά την ολοκλήρωση τους, εγκρίθηκαν από το κυβερνητικό συμβούλιο του ESM, λίγη ώρα πριν την έναρξη της σημερινής συνεδρίασης του Eurogroup.

Σύμφωνα με το Marketnews.gr, το κεφάλαιο για την Ελλάδα, η ετήσια έκθεση του ESM σημειώνει ότι η πανδημία αναμένεται να έχει σημαντικό αντίκτυπο στην ελληνική οικονομία. Γι’ αυτό το λόγο χρειάζεται να αναληφθούν πολιτικές οι οποίες θα ενισχύσουν την ανάπτυξη, θα διασφαλίσουν την χρηματοπιστωτική σταθερότητα, θα ενισχύσουν την παραγωγικότητα μέσα από μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας και προϊόντων.

Η Ελλάδα ήταν η χώρα που επωφελήθηκε περισσότερο, από τη χρηματοδότηση του ESM, με την εξοικονόμηση προϋπολογισμού να φθάνει το 7,5% του ΑΕΠ το 2019, ή τα 14 δισεκατομμύρια Ευρώ, σε λόγω των προνομοϊακών όρων δανεισμού με τα σχεδόν μηδενικά επιτόκια και τη μακρά περίοδο αποπληρωμής.

«Οι πολιτικές ενίσχυσης της ανάπτυξης είναι ζωτικής σημασίας για την επίτευξη μιας αειφόρου αναπτυξιακής πορείας». Αυτό θα πρέπει να επιτευχθεί, σύμφωνα με την έκθεση, μέσω των δημόσιων επενδύσεων, ενίσχυση της κοινωνικής ασφάλειας και με παράλληλη τήρηση των μεταπρογραμματικών στόχων.

«Η πανδημία αναμένεται να έχει σημαντικό αντίκτυπο στην ανάπτυξη του τρέχοντος  έτους, η οποία και αν παραταθεί, θα μπορούσε να έχει πιθανές δευτερογενείς επιπτώσεις στον ελληνικό τραπεζικό τομέα». Παράλληλα στην έκθεση σημειώνεται ότι το δημοσιονομικό αποτέλεσμα του 2020 θα  επηρεαστεί λόγω της πανδημίας καθώς τα φορολογικά έσοδα θα είναι χαμηλότερα ενώ οι δαπάνες θα αυξηθούν. Δεν παραλείπει ωστόσο να επισημάνει την ανάγκη να συνεχιστούν οι μεταρρυθμίσεις προκειμένου να εδραιωθούν τα επιτεύγματα του οικονομικού και χρηματοπιστωτικού τομέα.

Η βιωσιμότητα του χρέους
Όπως τονίζεται στην έκθεση, το πρόγραμμα του ESM σημαδεύτηκε από μια ανοικτή διαφωνία μεταξύ των εταίρων του προγράμματος για τη βιωσιμότητα του χρέους. Η διαφωνία αυτή επηρέασε αρνητικά τη συνεργασία και την εφαρμογή του προγράμματος.

Ενώ η ανάλυση βιωσιμότητας χρέους είναι ένα χρήσιμο εργαλείο για την εστίαση της διαδικασίας λήψης αποφάσεων, οι διαφορές στις υποθέσεις των θεσμών και των βασικών συμμετόχων ως προς την ανάλυση αυτή, δημιούργησαν πρόβλημα στη συνεργασία και στην εφαρμογή του προγράμματος. Η ανάλυση βιωσιμότητας χρέους, από ένα τεχνικό εργαλείο δημοσιονομικής παρακολούθησης, κατέληξε να γίνει ένα πολιτικοποιημένο εργαλείο για τη λήψη αποφάσεων, που εξέθεσε την εγγενή σύγκρουση μεταξύ των βραχυπρόθεσμων και των μακροπρόθεσμων προοπτικών της επίλυσης της κρίσης. Πάντως, όπως τονίζεται στην έκθεση εάν εφαρμοστεί σωστά και υπάρξει συνεχής επικοινωνία μεταξύ όλων των εταίρων του προγράμματος, η ανάλυση βιωσιμότητας χρέους μπορεί να αποτελέσει ένα χρήσιμο εργαλείο για την εστίαση της λήψης αποφάσεων σε κρίσιμες πτυχές, καθώς και για να επικοινωνηθεί το γιατί ορισμένες αποφάσεις μπορούν ή δεν μπορούν να ληφθούν.

Στην έκθεση υπογραμμίζεται ωστόσο πως, ενώ οι περιοριστικοί στόχοι του προγράμματος προσαρμογής αποσόβησαν μια περαιτέρω αύξηση του βραχυπρόθεσμου χρέους, η δημοσιονομική προσαρμογή αποτέλεσε «βαρίδι» για την ανάπτυξη που ήταν απαραίτητη για να μειωθεί το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ. Και η προοπτική για υποτονική ανάπτυξη εξακολουθεί να αποτελεί έναν ξεκάθαρο κίνδυνο για την μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα της Ελλάδας.

Κίνδυνοι και προσαρμογή
Ως προς τους κινδύνους και την προσαρμοστικότητα του προγράμματος, στην έκθεση αναφέρεται πως τα εμπλεκόμενα μέρη δεν κατέληξαν σε κοινή «διάγνωση» της ρίζας του προβλήματος των ευάλωτων σημείων της Ελλάδας, ούτε κατέληξαν σε κοινά αποδεκτές λύσεις, κάτι που υπονομεύει ακόμα περισσότερο την «ιδιοκτησία» του προγράμματος.

Τα διοικητικά συμβούλια του EFSF και του ESM συμφώνησαν σε εκτεταμένα μέτρα για να αμβλυνθούν οι κίνδυνοι του προγράμματος, ενώ, στο πλαίσιο του προγράμματος του ESM, οι μέτοχοι συμβιβάστηκαν σιωπηρά με ένα ισοζύγιο χαμηλότερης ανάπτυξης. Οι δημοσιονομικοί στόχοι έπρεπε να τηρηθούν με κάθε κόστος, κάτι που οδήγησε σε δημοσιονομική υπεραπόδοση και υποεπένδυση στην οικονομία, ενώ δεν δόθηκε επαρκής προσοχή στις οικονομικές μεταρρυθμίσεις που θα ενίσχυαν την ανάπτυξη, οι οποίες απαιτούσαν να μπουν στο στόχαστρο τα επενδεδυμένα συμφέροντα στην Ελλάδα.

Κάθε φορά, αναφέρεται στην έκθεση, η συμφωνημένη περίοδος του προγράμματος ήταν υπερβολικά μικρή. Δεν ήταν ρεαλιστικό να επιλυθούν όλες οι προκλήσεις που αντιμετώπιζε η Ελλάδα σε διάστημα τριών-τεσσάρων ετών. Ορισμένοι μέτοχοι το αντιλήφθηκαν αυτό από νωρίς, όμως ένα πιο μακροχρόνιο πρόγραμμα δεν θεωρήθηκε πολιτικά εφικτό την περίοδο εκείνη, κάτι που συνέβαλλε στην επανάληψη της αστάθειας στο ελληνικό πολιτικό σύστημα και στο αυξημένο κοινωνικό κόστος. Τα δε συμβούλια του ESM δεν άφησαν στους Ευρωπαϊκούς θεσμούς αρκετό περιθώριο να αλλάξουν τις στρατηγικές του προγράμματος, αναλόγως των μεταβαλλόμενων συνθηκών. Οι ανάγκες ρευστότητας ήταν αυτές που καθοδηγούσαν τη διαδικασία της αξιολόγησης αντί για τη συμμόρφωση με τους όρους, και οι διαπραγματεύσεις συχνά έβριθαν με λεπτομέρειες που ελάχιστη σχέση είχαν με την επιτυχία του προγράμματος, αντανακλώντας την πολιτική φύση των προγραμμάτων.

Οι θεσμοί προσαρμόστηκαν σε ακούσια αποτελέσματα και συνέπειες, αλλά αυτό έγινε σταδιακά, εν μέρει διότι υποτίμησαν τα προβλήματα και εν μέρει διότι καθυστέρησαν να αναγνωρίσουν τα προβλήματα.

Facebook Comments