Μύθοι και πραγματικότητα για τις διαδηλώσεις

44 mins read

Με Σχέδιο Νόμου του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη επιχειρείται η ρύθμιση του δικαιώματος της δημόσιας συνάθροισης σε υπαίθριο χώρο, με σκοπό (σύμφωνα με το άρθρο 1) από τη μία να διασφαλίζεται αποτελεσματικά η  άσκηση του δικαιώματος.

Σύμφωνα με το άρθρο 11 του Συντάγματος και το άρθρο 11 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), από την άλλη να μην εκτίθεται σε σοβαρό κίνδυνο η δημόσια ασφάλεια και να μην διαταράσσεται υπέρμετρα η κοινωνικοοικονομική ζωή ορισμένης περιοχής.

Πρώτη καινοτομία του σχεδίου νόμου είναι η γνωστοποίηση στην αστυνομική ή λιμενική από τον οργανωτή της πρόθεσής του να οργανώσει δημόσια συνάθροιση, όπως ειδικότερα περιγράφεται η διαδικασία στο άρθρο 3. Έχει υπάρξει δημόσια  κριτική ότι με την πρόβλεψη αυτήν παραβιάζεται το Σύνταγμα και η ΕΣΔΑ, καθώς η ελευθερία οργάνωσης, διεξαγωγής, διεύθυνσης και συμμετοχής σε μια συνάθροιση δεν είναι συμβατή με οποιαδήποτε έννοια άδειας, έγκρισης ή εγγυοδοσίας. Η κριτική αυτή είναι εσφαλμένη, καθώς το Σχέδιο Νόμου δεν προβλέπει οποιαδήποτε άδεια διεξαγωγής, αλλά απλή γνωστοποίηση. Δεν μιλάμε για προληπτική «έγκριση» εκ μέρους της Δημόσιας Αρχής για την διεξαγωγή υπαίθριας συνάθροισης, παρά μόνο για γνωστοποίηση, η οποία έχει την έννοια της ενημέρωσης των αρχών και του κοινού, προκειμένου να αποφύγει πορείες στις μετακινήσεις του.

Η μόνη περίπτωση να παρέμβει προληπτικά η Αστυνομική ή Λιμενική Αρχή και να απαγορεύσει υπαίθρια συνάθροιση είναι όταν α) επαπειλείται σοβαρός κίνδυνος για τη δημόσια ασφάλεια, λόγω ιδιαιτέρως πιθανής διάπραξης σοβαρών εγκλημάτων ιδίως κατά της ζωής, της σωματικής ακεραιότητας, της ιδιοκτησίας και της πολιτειακής εξουσίας ή β) απειλείται σοβαρή διατάραξη της κοινωνικοοικονομικής ζωής σε ορισμένη περιοχή ή γ) πρόκειται για δημόσια υπαίθρια συνάθροιση ο σκοπός της οποίας αντιτίθεται προς το σκοπό ήδη προγραμματισμένης γνωστοποιηθείσας και μη απαγορευθείσας συνάθροισης, που πραγματοποιείται ή βρίσκεται σε εξέλιξη στην ίδια περιοχή ή εγγύς της ίδιας περιοχής και κατά το αυτό χρονικό διάστημα. Μάλιστα στις περιπτώσεις (β) και (γ) η αστυνομική ή λιμενική αρχή δύναται να υποδεικνύει ενδεικτικά, ως εναλλακτικές επιλογές, άλλες περιοχές, κατάλληλες για την πραγματοποίηση της συνάθροισης. Αλλά και σε αυτήν την περίπτωση προβλέπεται δυνατότητα του οργανωτή να προσφύγει στην δικαστική εξουσία και να ακυρώσει την απόφαση απαγόρευσης.

Συνεπώς είναι υπερβολική η κριτική που ακούγεται για δήθεν περιορισμό του δικαιώματος εκ της καθιέρωσης υποχρέωσης γνωστοποίησης. Πρόκειται για μέτρα προς εφαρμογή της «αρχής της πρακτικής εναρμόνισης» συνταγματικά αναγνωρισμένων δικαιωμάτων, που βρίσκονται σε «σύγκρουση» (εν προκειμένω η άσκηση του δικαιώματος της συνάθροισης δύναται να βλάψει το δικαίωμα στη ζωή, την ιδιοκτησία, αλλά και την εύρυθμη λειτουργία των θεσμών και του κράτους), σύμφωνα με την οποία θα πρέπει να εξευρεθεί τρόπος σεβασμού του στενού πυρήνα εκάστου εκ των ευρισκόμενων σε «σύγκρουση» δικαιωμάτων. Δηλαδή, να ασκηθούν αμφότερα ικανοποιητικά, δίχως να επιφέρει η άσκηση του ενός βλάβη στο άλλο. Ο σκοπός αυτός θεωρώ ότι επιτυγχάνεται με την εισαγόμενη με το σχέδιο νόμου ρύθμιση.

Μια δεύτερη κριτική αφορά στο ότι «κατ’ ουσίαν τίθενται εκτός νόμου οι δημόσιες συναθροίσεις που δεν οργανώνονται από συγκεκριμένα φυσικά ή νομικά πρόσωπα ή ενώσεις προσώπων». Αναφέρεται στις αυθόρμητες, δημόσιες, υπαίθριες συναθροίσεις, αυτές δηλαδή που πραγματοποιούνται δίχως προηγούμενη συνεννόηση και στις έκτακτες, δημόσιες, υπαίθριες συναθροίσεις, που πραγματοποιούνται ένεκα απρόβλεπτου, τρέχοντος ή επικείμενου γεγονότος.

Είναι όμως αληθές αυτό; Ουδόλως απαντώ, καθώς το Σχέδιο Νόμου προβλέπει:

Α) για τις μεν αυθόρμητες συναθροίσεις ότι δύνανται να επιτραπούν εφόσον δεν διαφαίνονται κίνδυνοι διασάλευσης της δημόσιας ασφάλειας ή σοβαρής διατάραξης της κοινωνικοοικονομικής ζωής, με απλή υποχρέωση από τους συμμετέχοντες να ορίσουν οργανωτή, ενώ δύνανται να επιβληθούν περαιτέρω περιορισμοί σύμφωνα με το άρθρο 8, όταν δηλαδή προκαλείται δυσανάλογα μεγάλη διατάραξη στην κοινωνικοοικονομική ζωή της περιοχής, λόγω ιδίως του αριθμού των συμμετεχόντων και λαμβάνοντας υπόψη ιδίως τις ειδικότερες κυκλοφοριακές και άλλες ιδιαίτερες τοπικές συνθήκες (πχ περιορισμός σε πεζοδρόμιο). Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με αυτούς καθώς και με την υποχρέωση ορισμού οργανωτή, η αστυνομική ή λιμενική αρχή δύναται να προβεί στη διάλυση της ανωτέρω συνάθροισης. Συνεπώς, ουδόλως απαγορεύονται οι αυθόρμητες, δημόσιες, υπαίθριες συναθροίσεις, απλά επιβάλλονται όροι χάριν της προστασίας της εύρυθμης κοινωνικοοικονομικής ζωής, άλλων συνταγματικά αναγνωρισμένων δικαιωμάτων ή για την εύρυθμη λειτουργία των θεσμών.

Β) για τις δε έκτακτες, δημόσιες, υπαίθριες συναθροίσεις, που πραγματοποιούνται ένεκα απρόβλεπτου, τρέχοντος ή επικείμενου γεγονότος, το Σχέδιο Νόμου αναγνωρίζει ρητά ότι καθίσταται αδύνατη η τήρηση των υποχρεώσεων που ορίζονται στις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 3, δηλαδή η υποχρέωση γνωστοποίησης.

Εν συνεχεία ασκείται κριτική για το ότι σύμφωνα με το Σχέδιο Νόμου επιτρέπεται η διάλυση συγκέντρωσης ακόμη και αν οι συμμετέχοντες δεν συμμορφώνονται προς επιβληθέντες περιορισμούς. Είναι σαφές ότι η παρεχόμενη δυνατότητα διάλυσης μια συνάθροισης δεν θα ασκείται καταχρηστικά, άλλωστε ρητά στο άρθρο 6 προβλέπεται ότι η Αστυνομική ή Λιμενική Αρχή  οφείλει να διασφαλίζει την ακώλυτη άσκηση του δικαιώματος του συνέρχεσθαι σε δημόσιο υπαίθριο χώρο. Η διάλυση μιας συνάθροισης θα είναι το έσχατο μέσο σε περίπτωση βιαιοπραγιών και όταν από την συνέχισή της προκαλείται κίνδυνος ζωής υγείας και περιουσίας.

Τέλος, η πρόβλεψη αστικών και ποινικών κυρώσεων σε όσους παραβαίνουν τις διατάξεις του νόμου, αν και χαρακτηρίζεται αδιανόητη για Κράτος Δικαίου από τους πολέμιους του νομοσχεδίου, κατά την άποψή μου είναι αυτονόητη ρύθμιση για να μην καταστεί το γράμμα του νόμου κενό περιεχομένου και να επιτύχει τον σκοπό του, δηλαδή την ακώλυτη άσκηση του δικαιώματος της συνάθροισης χωρίς να εκτίθεται σε σοβαρό κίνδυνο η δημόσια ασφάλεια και να διαταράσσεται υπέρμετρα η κοινωνικοοικονομική ζωή ορισμένης περιοχής.

*Ο Ευστάθιος Φουντουκίδης είναι Δικηγόρος, Γενικός Συντονιστής Μητρώου Πολιτικών Στελεχών ΝΔ Κεντρικής Μακεδονίας, Πρώην Πρόεδρος Δικηγορικού Συλλόγου Γιαννιτσών, Πρώην Μέλος Συντονιστικής Επιτροπής της Ολομέλειας των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδος

Facebook Comments